- περισταλτικός
- -ή, -ό / περισταλτικός, -ή, -όν, ΝΑ [περιστέλλω](κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά τών απεργιών» β. «περισταλτική δύναμη» — η συσταλτική και διασταλτική δύναμη τού στομάχου και τών εντέρων με την οποία τελείται η πέψη)νεοελλ.φρ. «περισταλτικά κύματα»(ανατ.-φυσιολ.) αντανακλαστικές κυματοειδείς συσπάσεις τού στομάχου, τού οισοφάγου και τών εντέρων κατά τη διάρκεια τής πέψης με τις οποίες προωθείται το περιεχόμενο τών κοίλων σπλάγχνων που έχουν μυϊκά τοιχώματα, κινήσεις που αρχίζουν από ένα μέρος τού μυϊκού τοιχώματος και επεκτείνονται διαδοχικά στα διάφορα μέρη τού οργάνουαρχ.φρ. «περισταλτικὸς πῆχυς» — τετραγωνικός οικοπεδικός πήχυς, αλλ. περιστατικός πήχυς.επίρρ...περισταλτικώς / περισταλτικῶς ΝΑ και περισταλτικά Νκατά τρόπο περισταλτικό, κατασταλτικό.
Dictionary of Greek. 2013.